- όρθριος
- -α, -ο (Α ὄρθριος, -ία, -ον) [όρθρος]1. αυτός που αναφέρεται στον όρθρο, στην αυγή, ορθρινός2. πρωινόςαρχ.(το ουδ. με ή χωρίς άρθρο ως επίρρ.) (τὸ) ὄρθριονκατά τον όρθρο («πῶς οὖν ὄρθριον ᾤχου», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.